Γνώρισμα της ποίησης είναι να συγκινεί, να αλλάζει να μεταμορφώνει, με έναν μόνο λόγο μέσα σε μια στιγμή γιατί περιέχει σοφία καρδιάς.
Κάτι που δεν μπορεί να κάνει με τόση ευκολία ακόμα και ένα βαθυστόχαστο κείμενο.
Ωστόσο η ποίηση δεν είναι φιλοσοφία κι όταν προσπαθεί να κάνει κάτι τέτοιο χαϊδεύει μεν το νου αλλά δεν μπορεί να συγκινήσει βαθιά και να μεταμορφώσει τις ζωές μας.
Οι ποιητές βέβαια συνήθως στοχάζονται πάνω στη ζωή, όμως η διάθεση αυτή για στοχαστική ενατένιση των πραγμάτων έχει νόημα στην ποίηση και αποφέρει καρπούς όταν έχει σαν αφετηρία τον σπλαχνικό εγκέφαλο και όχι κατά βάση το νου.
Το προσωπικό μου βίωμα με έχει πείσει πως η ποίηση τουλάχιστον όπως εγώ την αντιλαμβάνομαι δεν μπορεί να γεννηθεί μέσα στον νου. Τον χρησιμοποιεί, σίγουρα, αλλά δεν μπορεί να γεννηθεί μέσα του.
Η οδύνη, αλλά και η χαρά του εσωτερικού σμιλεύματος του εαυτού είναι η μήτρα μέσα από την οποία γεννιέται ένα ποίημα.
Ο έρωτας επίσης δημιουργεί καθαρή ποίηση. Ο ποιητής συνδεόμενος μ’ αυτήν την ενέργεια της ζωής και της δημιουργίας οδηγείται πέρα απ’ αυτό που γράφει. Η σπίθα του έρωτα προκαλεί μια σύνδεση με τον βαθύτερο εαυτό του κι έτσι νομίζοντας πως γράφει για τον άλλο στην ουσία βαθαίνει σε πληροφορίες που αφορούν την εσωτερική του υπόσταση.
Η χαρά και ο πόνος των καθημερινών πραγμάτων, που δε φτάνει ως τις ρίζες της ανθρώπινης ψυχής δημιουργεί τραγούδια.
Τα ποιήματα είναι νυστέρια, τα τραγούδια πνοές δροσερής αύρας.
Η διαφορά τους δεν βρίσκεται στη μορφή και τα δυο μπορούν να γραφτούν με ελεύθερο στίχο είτε να έχουν ρίμα.
Εκείνο που τα διαφοροποιεί είναι η μεταμορφωτική δύναμη που έχει το ποίημα. Μια δύναμη που συγκλονίζει συθέμελα την ανθρώπινη ψυχή αλλάζοντας την πορεία της.
Τραγούδια υπάρχουν πολλά και καλώς υπάρχουν. Τα ποιήματα σπανίζουν.
Ακόμα κι αν ψάξει κανείς στο έργο μεγάλων ποιητών θα βρει πολλά τραγούδια και λιγοστά ποιήματα.
Το λάξευμα του εαυτού είναι επώδυνο γι’ αυτό και προτιμά κανείς να λαξεύει το γραπτό του σβήνοντας και γράφοντας.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, με την γόμα δηλαδή, μπορεί κανείς να κατασκευάσει ένα άψογο γραπτό, από τεχνικής τουλάχιστον πλευράς, αλλά όχι κατ’ ανάγκη και ένα ποίημα όπως αυτό εδώ έχει οριστεί.
Βέβαια το πολυδιάστατο της ποίησης δεν επιτρέπει ορισμούς. Κάθε προσπάθεια ορισμού είναι μάταιη. Είναι σαν να προσπαθεί κανείς να δώσει σχήμα και μορφή στο άχρονο, το αγέννητο, το άπειρο.
Δεν πρόκειται στην ουσία για ορισμό, αλλά για μια προσπάθεια προσέγγισης.
Όπως και η παρακάτω γραφή αποτελεί επίσης μια απόπειρα προσέγγισης.
Ένα ποίημα
Ένα ποίημα, φλεγόμενη βάτος, ασφυκτιά
μες στις συντεταγμένες της νόησης
και δεν αποκαλύπτει το φως του
Ένα ποίημα το γεύεσαι μέσα σε ζωντανό κορμί
μ΄ όλες τις αισθήσεις ,πώς αλλιώς να υπάρξει;
Το φοράς στο δέρμα σου και σε χαϊδεύει ή σε σχίζει
ή δεν υπάρχει άγγιγμα
Εισχωρεί στην ανάσα σου και ευωδιάζει ή σε πνίγει
ή δεν υπάρχει άρωμα
Εικονίζεται στα μάτια σου,
ομορφιά ανθισμένου πελάγους ή καμένης γης απουσία
Το δαγκώνεις με τα δόντια σου κι αναδεικνύεις
τη γεύση του
Ακούς μελωδία ή πλαταγή κι ανατέλλουν
ή χάνονται τα βήματα του χορού σου
Κι αφού μ’ όλους τους τρόπους το γευτείς
σε ταξιδεύει με τα πουλιά του
στων Ερώτων τα άδυτα
να εγκυμονήσεις το σπέρμα του
το δικό σου να γεννήσεις τραγούδι
*
Όσο διευρύνει ο ποιητής τη συνειδητότητά του, τόσο οι πληροφορίες που βρίσκονται καταγεγραμμένες στο σύστημα διαφόρων μορφών ζωής εισέρχονται στο δικό του σύστημα. Είναι σαν να αποκρυπτογραφεί τις φωνές των έμβιων , αλλά και των άβιων όντων.
Έτσι ο ποιητικός του λόγος συγκλονίζει την ανθρώπινη ψυχή γιατί περιέχει συμπαντικές γνώσεις τις οποίες κυρίως διαισθητικά συλλαμβάνει ο αναγνώστης.
Γι’ αυτό ο ποιητικός λόγος ενώ είναι απλός στην ουσία του, μοιάζει δυσνόητος. Ωστόσο αυτή η δυσκολία της λογικής επεξεργασίας του δεν μειώνει καθόλου τη μεταμορφωτική του δύναμη μιας και η ψυχοσωματική μας ολότητα διαθέτει την ικανότητα χωρίς να γνωρίζει πώς, να τον μεταφράζει από τα μέσα και να γεύεται τους χυμούς του ανεξάρτητα από τη νόηση.